- θεσφατηλόγος
- θεσφατηλόγος, -ον (Α)προφητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσφατος + -λόγος (< λόγος). Το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεσφατηλόγος — prophetic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek